- βαθύδεντρος
- -η, -οο τόπος ή το δάσος που έχει πυκνά δέντρα: Ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε στο βαθύδεντρο δάσος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.